- ολοζωής
- και ολοζωίςεπίρρ. καθ' όλη τη διάρκεια τής ζωής, σ' όλη τη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλη (την) ζωή, κατά το πρότυπο τού ολημερίς*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek